απαλύνω — απαλύνω, απάλυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαλύνω — κ. απαλαίνω (Α ἁπαλύνω) νεοελλ. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω καταπραΰνω αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω 2. κάνω κάτι παχύ 3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω … Dictionary of Greek
απαλύνω — (και απαλαίνω), άλυνα, κάνω κάτι απαλό, μαλακώνω: Τα λόγια που του είπε ο φίλος του απάλυναν κάπως τον πόνο του. Ουσ., απάλυνση, η μαλάκωμα, κατευνασμός: Η απάλυνση στις σχέσεις τους ήταν προσωρινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλαίνω — απαλύνω … Dictionary of Greek
ἁπαλυνεῖ — ἁπαλύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἁπαλύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλῦνον — ἁπαλύνω soften pres part act masc voc sg ἁπαλύνω soften pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπαλύνθην — ἁπαλύνω soften aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἁπαλύνω soften aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλυνθεῖσα — ἁπαλύνω soften aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλυνθείς — ἁπαλύνω soften aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλυνθῆναι — ἁπαλύνω soften aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)